Skip to main content

Αφιέρωμα NIGHTSTALKER

Εν όψει της νέας επερχόμενης κυκλοφορίας των Nightstalker, οι Δημήτρης Τσιρώνης και Φώτης Σταυρόπουλος επιμελήθηκαν ένα αφιέρωμα για τους ζωντανούς θρύλους που συνεχίζουν να κρατούν το σκήπτρο στη σκηνή εδώ και χρόνια. Με πληροφορίες που αντλήθηκαν από τα μέλη της μπάντας και όχι μόνο,  οι Δημήτρης και Φώτης δημιούργησαν ένα αφιέρωμα - οδηγό για παλιούς και νέους φαν της μπάντας.
Κατσιρέας Χρήστος
Αρχισυντάκτης


Μερος 1ο
 
NIGHTSTALKER – Μια μηχανή ταχείας έκρηξης και βραδείας καύσης (Πρώτη Δεκαετία)

Οι καλύτερες ιστορίες είναι αυτές που έχουν μέσα πολλή μουσική, πολύ κέφι, πολλούς φίλους, πολλά ταξίδια και χιλιόμετρα, αναποδιές και χαρές, δυσκολίες κι ευκολίες, αλκοόλ, καπνούς, ιδρώτα και περισσότερο αλκοόλ, καπνούς και ιδρώτα. Κάπως έτσι μερικοί από εμάς γνωρίσαμε πριν σχεδόν τρεις δεκαετίες τους Nightstalker.


Ήταν ο χειμώνας του 1991, Γενάρης, η Θεσσαλονίκη κλασικά κρύωνε και τι καλύτερο από μια διοργάνωση συναυλίας με τη μορφή του Φεστιβάλ στο Cine Ελλήσποντος. Η Μολών Λαβέ Records ήταν τότε το μεγάλο στοίχημα για μια πετυχημένη εμπορικά δισκογραφική στην Ελλάδα. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το “Meta l Gear”, έβαλε στην ομπρέλα της αρκετά metal σχήματα και έκανε και την πρώτη ζωντανή παρουσίαση μερικών στη συμπρωτεύουσα. Speedfire και Divorce  (όχημα του ιδιοκτήτη της εταιρείας!) ήταν τα μεγάλα αθηναϊκά ονόματα, Deceptor και Vavel από τη Θεσσαλονίκη και μερικοί ακόμα. Κάπου εκεί ανάμεσα υπήρχε και το όνομα Night Stalker (ναι, χωριστά)!


Φανταστείτε ένα καθαρόαιμο metal κοινό που μαζεύτηκε να ζεσταθεί σε συναυλιακό χώρο που συνήθως έκανε προβολές ταινιών πορνογραφικού περιεχομένου, την έκπληξη ως κι αδιαφορία όταν  ανέβηκαν στο πάλκο τα παλικάρια από την Αθήνα! Γνωστοί μόνο από το εναρκτήριο ορχηστρικό κομμάτι “Blooming Marigold” της προαναφερθείσας συλλογής και πριν ακόμα ηχογραφήσουν το demo στο Ρόδον που ήταν και η πρώτη τους κυκλοφορία σε κασέτα αργότερα το ίδιο έτος.



Ίσως αυτή να ήταν και η στιγμή που οι Night Stalker σκέφτηκαν (πολύ ορθώς) να στηριχτούν στα βραχνιασμένα φωνητικά του Aaarg που καθόταν και πίσω από τα drums και να αφήσουν κατά μέρος τις ταμπέλες και τις ομπρέλες του thrash metal ή hard rock ή ψυχεδελικού ροκ γενικότερα. Για τον όρο stoner που λόγος, ούτε δίσκο δεν είχαν βγάλει ακόμα οι Kyuss! Η αλήθεια (“Truth”) είναι ότι από την αρχή προσπάθησαν να μείνουν έξω από το παιχνίδι (“The Game”) και να αποφύγουν το κάθε τραγούδι αγάπης (“Love Song”) απλά και μόνο για την επιδίωξη μιας κάποιας εμπορικής ροκ επιτυχίας στο πιάτο (“Redneck Rock In The Dish”). Το ζητούμενο ήταν και είναι ακόμα η δημιουργία μουσικής που εκφράζει και εκτονώνει. Αυτό αγαπήσανε εκείνοι, αυτό λατρέψαμε όλοι μας!

Ο Ανδρέας Λάγιος αναφέρει για την θέση των Night Stalker στην ελληνική underground σκηνή και την αποδοχή από το κοινό της εποχής.
“Στις αρχές των 90’s δεν επικρατούσε το metal. Αντιθέτως το metal ήταν το λιγότερο δημοφιλές είδος μουσικής, καθώς υπήρχε καθολική κυριαρχία του grunge. Το ‘πρόβλημα’ με εμάς ήταν ότι δεν μπορούσαν να μας κατηγοριοποιήσουν. Δεν είναι grunge, δεν είναι metal, τι να είναι? Ευτυχώς τότε στο MTV, που ήταν κυρίαρχο στον χώρο της μουσικής, είχαν μια alternative zone που έβαζαν μπάντες τύπου Faith No More, Red Hot Chili Peppers, πολύ grunge, αλλά και Kyuss. Στα τέλη της δεκαετίας βγήκε ο όρος stoner rock, αμέσως μας εντάξανε σε αυτό το είδος μουσικής και δειλά δειλά ξεκίνησαν να βγαίνουν και άλλες μπάντες, ώστε να δημιουργηθεί γενικότερα η ‘σκηνή’.”



Μέχρι το 1994 το όνομα γίνεται ένα και οι “Ιπτάμενοι Δίσκοι” του Θοδωρή Μανίκα ηχογραφούν και κυκλοφορούν (με βοήθεια από τον Αλέξη Καλοφωλιά ή αλλιώς Alex K. των Last Drive στην παραγωγή και τη διανομή της Hitch-Hyke Records) το mini album “Side FX”. Όλα ξεκινάνε ευνοϊκά στο ταξίδι των ηχητικών παραισθήσεων με το “Spit”. Ένας τρελός προφήτης (“Mad Prophet”) εγγυάται τη συνέχεια κι εμείς καταλαβαίνουμε ότι θα συνεχίσουμε να χτυπάμε (“Keep Knockin’”) όχι την πόρτα του παραδείσου, αλλά το σώμα μας ολόκληρο μας στο ρυθμό που αυτά τα αιώνια παιδιά θα παίζουν, οργώνοντας την χώρα, την ήπειρο και τα πλατό των εφηβικών μας δωματίων.



Ήχος τραχύς, σχεδόν άγνωστος για όλους μας, που έβαλε τα πιο γερά θεμέλια και με αυτή την ορμή οι Nightstalker ετοιμάζουν μέσα σε δύο χρόνια το “Use”. Κυκλοφορία της FM Records (μέσω του νεκραναστημένου από τα 80s label Creep Records) που εκείνα τα χρόνια είχε μόλις επενδύσει πάνω στους Στέρεο Νόβα και προσπαθούσε να αποσπάσει τα ηνία σε πιο rock τοπικές κυκλοφορίες από την υπέρ-αγαπημένη του ελληνικού κοινού Hitch-Hyke Records. Πόσο “Trigger Happy” γίναμε τότε με αυτόν το δίσκο! Η στιγμή που μπήκε ακόμα πιο γερά η θεμέλιος λίθος του ελληνικού stoner rock, μια παρένθεση στο χρόνο ήταν, για να υποδείξει στη γενιά που ετοιμαζόταν να βουτήξει στα 00s ότι τα πάντα στηρίζονται στη δύναμη που αντλείς όταν ονειρεύεσαι και πραγματώνεις αυτό που αγαπάς. Ήταν απλά αυτός ο ωμός (“Raw”) ήχος που θέλω να μου δώσεις (“Give Me”) κι εγώ κοιτώ για εξωγήινα οχήματα (“U.F.O.”) να με οδηγήσουν όταν έρθει η σειρά μου (“My Turn”) στη “Freakland”! Με απλά λόγια; Μας τίναξε τα μυαλά! Άντε να τα ξαναφτιάξουμε τώρα! Που να ‘ναι ο “Brainmaker” μας;



Οι Nightstalker τότε, χωρίς τεράστιο κοινό, χωρίς εξωτερικές δισκογραφικές και προωθητικές ενέργειες, χωρίς τις αμέτρητες συναυλίες τους παντού, ήταν ο μετεωρίτης που έπεσε στη γη μας και θα λατρεύονταν σαν μάννα. Ο ουρανός μας έστειλε αυτό που θέλαμε, την κατάλληλη στιγμή! Άξιοι εκπρόσωποι της ελεύθερης έκφρασης και της αφοσίωσης στη rock κουλτούρα, πήρανε στην πλάτη τους μια ολόκληρη σκηνή και την εκτινάξανε στα πολύχρωμα ουράνια!


Ο Harry και ο Hill στις κιθάρες δημιουργήσανε αυτόν τον γνωστό όγκο, σήμα κατατεθέν με τόσες αλλαγές όσες χρειάζονται για να δώσουν χώρο στον Ανδρέα στο μπάσο κι αυτός με τη σειρά του να ρίξει έναν κατάμαυρο μανδύα όπως μόνο αυτός ξέρει και μπορεί. Η φωνή και τα τύμπανα ανήκουν στον Argy, σ’ αυτόν που με μια πια πηγαία έκφραση οργής και έκρηξη δημιουργικότητας στηρίζει όλο το σχήμα και το οδηγεί από αυτούς τους δύο πρώτους δίσκους στην αιωνιότητα.
O Ανδρέας αναφέρει για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε να βρίσκεται σε δύο μπάντες ταυτόχρονα.
Καλλιτεχνικά δεν με βοήθησε, καθώς η συμμετοχή μου στους Rotting Christ με πήγε πολύ πίσω σαν καλλιτέχνη και ως οργανοπαίχτη. Βασικά βρέθηκα να δουλεύω πιο πολύ με τους Rotting (αρκετές φορές σε εξωφρενικούς ρυθμούς), και παρόλο που οι Nightstalker ήταν η κυρίως μπάντα μου, κατέληξε να γίνει η δευτερεύων μπάντα που εκεί εκφραζόμουν καλλιτεχνικά. Ήταν δύσκολα χρόνια καθώς και οι 2 μπάντες είχαν απαιτήσεις.

Το τελευταίο μισό της δεκαετίας του ’90 είχε ανακατατάξεις στα μέλη της μπάντας. Ήταν γενικότερα μια δύσκολη περίοδος για τη σκηνή και οι Nightstalker το ζήσανε καλά κι αυτό. Με μεγάλη όρεξη για συνέχεια κυκλοφόρησαν στον καινούργιο αιώνα ένα ακόμα mini album και μας έδειξαν ότι η τελετή εγκαθίδρυσης για το πιο “βαρύ” όνομα του είδους είχε ήδη ξεκινήσει. Το “The Ritual” (κυκλοφορία του 2000 μόνο σε cd αρχικά) ήταν η σταγόνα στο πολλοστό ποτήρι μπύρας των Nighstalker που τους νευρίασε όταν ξεχείλισε. Ήταν η στιγμή αυτή του χρόνου που σαν να αποφασίστηκε ότι από ‘δω και πέρα όλα θα αλλάξουν. “Galactic Revolution”, “Hide Your Sun”, “Missing Link” και η διασκευή του “Iron Horse” ήταν τα χτυπήματα που είχαν κρυμμένα για την κατάλληλη στιγμή!




Αν για κάτι μπορεί κανείς να ζητήσει από τους Nightstalker να γυρίσουν πίσω το χρόνο στην πρώτη τους δεκαετία, είναι για να ξαναδούν τις επιλογές δισκογραφικών εταιρειών. Να αισθανθούν σίγουροι ότι θα υπάρχει πάντα βήμα για να ακουστεί η μουσική τους από τα καλύτερα ηχεία!  Όχι πως είχαν και πολλές να διαλέξουν ανάμεσά τους κι αυτό μάλλον τους ώθησε να δημιουργήσουν τη δική τους λίγο αργότερα. Ειδικά στο εσωτερικό της χώρας (δύσκολες εποχές τα 90’s για να βγάλεις δίσκο έξω) μάλλον δεν τους καταλαβαίνανε και πολύ καλά. Σε αντίθεση με το κοινό. Αυτό έδειξε να διψάει και η μουσική τους ήταν το νέκταρ μιας ολόκληρης γενιάς που άφησε γένια, ίδρωσε σε φεστιβάλ με χώμα στα μάτια και μπύρα στα χέρια και τραγούδησε αγγλικό στίχο με την ίδια ευκολία που κατανάλωνε μετά σουβλάκι με πίτα. Κι αυτό ήταν το καλύτερο σημείο. Το συγκρότημα αγκάλιασε αυτή τη γενιά και την έσπρωξε παραπέρα. Επαναπροσδιόρισε τον όρο Ελληνικό Underground και τον έκανε να ηχεί στα αυτιά όλων σαν κάτι απλά heavy και διασκεδαστικό, σαν ένα κενό στο χρόνο της σύγχρονης ψυχεδέλειας που ζούσαμε κι ακόμα παλεύουμε μαζί της, μεταφορικά και κυριολεκτικά!




O Ανδρέας αναφέρει για τις σχέσεις με τις δισκογραφικές εταιρείες την πρώτη δεκαετία τους.
Πάλι υπήρχε το ‘πρόβλημα’ στο ότι δεν μπορούσαν να ‘πουλήσουν’ τέτοια μουσική. Στα τέλη των 90’s υπήρχε υπεροχή της ελληνόφωνης ροκ και θεωρούμασταν πολύ σκληροί και επίσης ήμασταν πολύ alternative για το metal κοινό (που πάλι είχε πάρει τα πάνω του). Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν βγάλαμε το άλμπουμ “USE”, το οποίο θεωρώ από τις κορυφαίες κυκλοφορίες της εποχής, το label που το κυκλοφόρησε δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό.”
Δειλά – δειλά ο κόσμος άρχισε να ξεθαρρεύει. Ο όρος stoner rock αναμείχθηκε περισσότερο με την ψυχεδέλεια και τα riff του παλιότερο hard rock και οι ετικέτες άρχισαν να μην έχουν καμία σημασία. Το συγκρότημα σαν τρίο πια, είναι πιο δεμένο από ποτέ. Κανείς από τους Argy, Andreas και Harry δεν φοράνε ζώνη ασφαλείας εδώ. Και από πίσω τους ένα διαστημόπλοιο είναι έτοιμο να υποδεχτεί χιλιάδες οπαδών που δεν καταλάβανε ότι θα ταξιδέψουν από τα Εξάρχεια της Αθήνας στις πιο ονειρεμένες στιγμές διασκέδασης και εκτόνωσης που έχουν ονειρευτεί.

Για το Rock Overdose
Τσιρώνης Δημήτρης


 Αφιέρωμα NIGHTSTALKER

11/09/2019

Popular posts from this blog

STAR.GATE – “The Dream”

Είναι καλό να μιλάς όταν έχεις κάτι να πεις. Να τραγουδάς όταν το τραγούδι σου αξίζει. Να κυκλοφορείς τη μουσική σου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να δείχνεις ότι γουστάρεις αυτό που κάνεις, ότι το δούλεψες μέχρι να το λατρέψεις και μετά το έστειλες έξω στον κόσμο να κάνει το ταξίδι του. Αυτό είναι ευδιάκριτο στο νέο “Miracle” των Star.Gate από τη Θεσσαλονίκη. Η μπάντα που είναι γνωστή για τις άριστες melodic metal συνθέσεις της έχει κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ από το 2004. Το πρώτο κι ομώνυμο, σε κλασικά Heavy Metal μονοπάτια, την αναγέννησή τους “Reborn” εννιά χρόνια μετά όπου τονίσανε τον neoclassical και power metal – hard rock ήχο τους όπως και στο επόμενο “Longing for Light” του 2016, για να φτάσουν σήμερα στο όνειρό τους “The Dream”. Εδώ κάνουν πραγματικότητα αυτά που έδιναν λίγο – λίγο όλα αυτά τα χρόνια. Με ωριμότητα, μεστές συνθέσεις και παραγωγή που αναδεικνύει τα τραγούδια τους, παρουσιάζουν ένα έργο σύγχρονου melodic metal με αρκετές πινελιές συμφωνικ

Beater Cast: «Το Αλάτι της Ζωής» της Françoise Héritier

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ Beater Cast: «Το Αλάτι της Ζωής» της Françoise Héritier Δημήτρης Τσιρώνης Σεπτέμβριος 2, 2020 Beater Cast: «Το Αλάτι της Ζωής» της Françoise Héritier https://open.spotify.com/episode/5jG5tT0G85FxY0QkwyDV2M Στο δωδέκατο επεισόδιο των Beater Casts, ο Δημήτρης Τσιρώνης σου διαβάζει απόσπασμα από το βιβλίο «Το Αλάτι της Ζωής» της Françoise Héritier. «Εσάς; Τι θα σας έλειπε περισσότερο, αν ήταν να χαθεί για πάντα από τη ζωή σας;» Αυτό αναρωτιέται η διακεκριμένη ανθρωπολόγος Françoise Héritier (Φρανσουάζ Εριτιέ) συνθέτοντας σταδιακά ένα μωσαϊκό μικρών προσωπικών «τίποτε», με τον αναγνώστη να βρίσκει τον εαυτό του τρώγοντας πεταλίδες πλάι στο κύμα, βγάζοντας ένα πετραδάκι από το παπούτσι του, παλεύοντας στα ψεύτικα με έναν φίλο, χουζουρεύοντας το πρωί στο κρεβάτι. (από την περιγραφή του βιβλίου) Το Αλάτι Της Ζωής Γράμμα σε έναν φίλο Heritier, Francoise Εκδόσεις: Κέλευθος Σελίδες: 128 Επιμελητής: Παπαγιαννοπούλου, Δέσποινα Ημερομηνία Έκδοσης: 16/4/2013 Μουσική Miles Davis – Rubberban

Σεπτέμβριος 2020 Κάτι καλό να ακούσω;

Pedro Rebelo - Listen to me/Auditório (Crónica, 2020) Ο Πέτρος ο Ρέμπελος είναι ένας Πορτογάλος ακαδημαϊκός καλλιτέχνης. Δημιουργεί κι εκθέτει τα ηχητικά του έργα σε διάφορα σύγχρονα μέρη ολόκληρου του κόσμου. Στη δεκαετία του 2000 είχαν εμφανιστεί και κάποιες πιανιστικές συνθέσεις κι ερμηνείες του σε λιγότερο πειραματικές jazz φόρμες. Τον Σεπτέμβριο του 2020 μέσω της Crónica κυκλοφορούν δύο νέα έργα του. Το πρώτο απευθύνεται στην ελίτ των συλλεκτών φυσικής μορφής μουσικής με τίτλο «Auditório» σε μία εξεζητημένη βινυλιακή έκδοση σε κουτί συνοδευόμενη από μεταξοτυπία και βιβλιαράκι (όχι καταθέσεων!). Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει την επανασύνθεση μέρους περσινού installation στη Λισσαβώνα με χρήση νέου ηχητικού υλικού της αρχικής που μέρος της παρουσιάζεται στη δεύτερη πλευρά. Η επόμενη κυκλοφορία παρουσιάζεται με τον τίτλο «Listen to me» κι έρχεται σε απλή κασετούλα για θνητούς. Περίεργοι ήχοι από μηχανήματα, επιπλέον εφέ, εναλλαγή ταχυτήτων και ηχητικές καταστάσεις που επιμηκύνονται σε