Και μετά αναρωτιέσαι, πως άραγε θα ακούνε/φαντάζονται/ονειρεύονται την σημερινή μουσική μετά από 100 χρόνια; Του Δημήτρη Τσιρώνη
Ο παππούς του Γιώργη είχε ένα τεράστιο μηχάνημα με κάτι σαν χάλκινο χωνί από πάνω. Μου το είχε περιγράψει πολλές φορές. Ήταν αμερικάνικο λέει και μπορούσε να τραγουδήσει. Δεν είχε σχέση με το ραδιόφωνο που μέχρι κι εγώ ήξερα. Σ’ αυτό έβαζες ότι μουσική ήθελες. Ρεμπέτικα, μπαλαλάικες, χορευτικά, εμβατήρια κι ότι μπορούσες να βρεις σε κάτι βαριούς μαύρους δίσκους από σκληρό πλαστικό.
Μέχρι δυο δεκαετίες πριν, το 1900 περίπου, είχε αρχίσει η διαμάχη του καλύτερου τρόπου για να ακούσεις μουσική. Από τη μία οι σχετικά εδραιωμένοι μεταλλικοί κύλινδροι που έπαιζαν στα νικελένια τζουκ μποξ. Ουσιαστικά έριχνες ένα nickel, ένα cent δηλαδή κι απολάμβαναν τις ηχογραφήσεις μερικοί άνθρωποι τριγύρω. Η επαναστατική κίνηση αναπαραγωγής μουσικής έγινε με το γραμμόφωνο της εξωτερικής χοάνης. Δίσκοι με σκληρό βερνίκι είχαν καλύτερη αποτύπωση των ήχων, ήταν χαραγμένοι κι από τις δυο μεριές (ενώ παλιότερα από τη μία ήταν το έργο κι από την άλλη διαφημίσεις) και σύντομα ένα μικρό σκυλάκι που άκουγε τον κύριο του έγινε σήμα κατατεθέν.
Έτσι οι επίπεδοι δίσκοι προσπέρασαν τους κυλίνδρους κι άρχισαν να τυπώνονται μαζικά. Το ραδιόφωνο δεν είχε εξελιχθεί ακόμα και οι άνθρωποι που μπορούσαν αγόραζαν δίσκους για ψυχαγωγία και κοινωνικές εκδηλώσεις. Το πώς βρέθηκε αυτό το τετράγωνο πράγμα στο σπίτι του Γιώργη ήταν μια παράξενη ιστορία.
Υπήρχε λέει ένας μακρινός συγγενής τους που όλες τις μέρες κυκλοφορούσε με το γραμμόφωνο από ‘δω κι από ‘κει. Όπου έβρισκε καμιά παρέα που ήταν σε κέφι έστηνε το τραπεζάκι του, ανέβαζε τη μηχανηματάρα του και δώσε τη μανιβέλα για να παίξουν οι δίσκοι. Έτσι έβγαζε τον επιούσιο και με πολύ μεγάλη επιτυχία, τόσο σε χειροκροτήματα όσο και σε φιλοδωρήματα. Τελικά τον έφαγε η συντεχνία των λατερνατζήδων κι έτσι παράτησε την τέχνη του δρόμου και πήρε τα βουνά για να καλλιεργήσει χασίσι. Όταν καμιά φορά εμφανιζόταν για να διακινήσει την παραγωγή του στα παλιά του λημέρια δεν σταματούσε να βρίζει τους Ρομβίες. Μας πήρε καιρό να καταλάβουμε ότι έτσι χαρακτήριζε τους πλανόδιους με τις λατέρνες!
Μεγάλη αίσθηση μου έκανε ν’ ακούω εκείνη τη μουσική μέσα από το φωνογράφο όπως αποκαλούσε το κουτί ο παππούς του Γιωργή με περηφάνια. Με ενημέρωσε ότι κάτι τέτοιο είχε μόνο ο καφετζής απέναντι απ’ τη Μητρόπολη και το έκρυβε στα δέντρα για να εντυπωσιάζει τους πελάτες του. Εκείνος βέβαια δεν είχε παρά μόνο δυο πλάκες με ελληνικά τραγούδια και τα ξένα που του στέλνανε με το βαπόρι από την Αμερική δεν συγκινούσαν κανέναν από τους θαμώνες. Έτσι μαζέψανε στο σπίτι όλους αυτούς τους δίσκους με τις πόλκες, τα εμβατήρια και τους φόξτροτ χορούς.
Μου άρεσαν τα ταξίδια του μυαλού εκεί μπροστά στο τετράγωνο κουτί με τις φωνές και τις μουσικές. Μερικές φορές έκλεινα τα μάτια και ταξίδευα. Ονειρευόμουν ότι βρίσκομαι στη Χαβάη κι ήταν δροσερά κάτω απ’ το φεγγάρι, κατόπιν έτρεχα με Ναπολιτάνικη φινέτσα πάνω στην άμμο και πέρα από τεράστιους Φοίνικες. Δεν σταματούσα να χορεύω άγνωστους ρυθμούς και με γοήτευαν το ίδιο τα κελαιδίσματα των αηδονιών και τα κρωξίματα των βατράχων. Σφύριζα κάτω απ’ τη Βενετσιάνικη πανσέληνο ενώ με συνόδευαν γέροι χορευτές της τζαζ και των βαλς από την Κούβα μέχρι τη Βενετία και τ’ ασημένια νερά της μακρινής κι ασύλληπτης Ιαπωνίας.
Ήταν ωραία εκείνα τα τρίλεπτα μουσικά κομμάτια που ανακάλυπτα στον πάτο της στοίβας με τους δίσκους. Δεν σταματούσα να κοιτώ τα περίεργα γράμματα να γυρίζουν με 78 στροφές το λεπτό κι όταν πια ζαλιζόμουν, κάπου στη μέση του τραγουδιού, έκλεινα τα μάτια και λικνιζόμουν μέχρι ο παππούς του Γιώργη να ξαναβάλει το Γιαρούμπι κάτω απ’ τη βελόνα για χιλιοστή φορά, κάθε φορά!
http://www.mic.gr/thema/pos-itan-i-moysiki-ekato-hronia-prin-ena-oneiro-me-diskoys-grammofonoy